(μέσα από την είσοδο, μια ρίζα πεύκου πελεκημένη έτσι ώστε να μοιάζει με σκύλο)

Μια άλλη φορά ένα χειμώνα
βρέθηκε ένα κουνούπι νεκρό
στου πευκοριζόσκυλου το μπροστινό αριστερό πόδι
σε μια ρωγμή κατά μήκος της φλέβας
και πάντα ήταν κάποιος εκεί
κάθε μέρα
που έλεγε κάτι για το κουνούπι: κοίτα
το νεκρό κουνούπι,
βρίσκεται ακόμα εδώ…
Στο τέλος του Απρίλη
ήρθαν οχτώ κάσες με φυτά για τον κήπο
και η εξώπορτα έστεκε ανοιχτή στην καθαρή λάσπη.
Την ενδέκατη του Μάη πέταξε το κουνούπι έξω,
ζούσε,
και πρώτα ένας, κατόπιν όλοι στην είσοδο
πετάχτηκαν έξω και το κυνηγούσαν,
δύο, τρία, το πολύ πέντε δευτερόλεπτα.
Γνέψιμο απ’ το κουνούπι, ήταν
πια σχεδόν καλοκαίρι.

[Erik Beckman, μτφρ. Βασίλης Παπαγεωργίου, 
Σύγχρονοι Σουηδοί Ποιητές, εκδ. Εγνατία | 1979]