Το χρέος της σκέψης

[τα άλογα του Διομήδη χορτάτα από ανθρώπινο κρέας
χλιμίντριζαν όλη νύχτα στον ύπνο μου]

Ξυπνάς και είσαι μόνος χωρίς μαξιλάρι
καμπάνες απ’ το θρακικό πέλαγος, ο εσταυρωμένος δίπλα στο μπαλκόνι
ημίγυμνος θράκας πελταστής σε ρεύμα ανοδικό

κάποτε είναι όλα ήρεμα
μόνο ήλιος και νέφη πάνω απ’ τη μεγάλη λίμνη και τη Σαμοθράκη

Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω
Πάει να πει στέκεις με τρόπο αυστηρό μπρος στο τετελεσμένο
Καταλαμβάνεσαι απ’ τη μανία μιας καταιγίδας
Κι ο Λυσίμαχος πού χάθηκε;
υπήρξε κι αυτός κάποτε Θεσσαλός

~

Επιστρέφω στα όνειρα φίλων
πότε ντυμένος στα λευκά πότε στα κόκκινα
έτοιμος γι’ αποχαιρετισμό
Κι αν όλα συμβαίνουν για καλό, γιατί τρέμω μην κοπάσει η βροχή;
Γιατί τα ρούχα μου παίρνουν μυρωδιές άλλων σωμάτων
όταν τα φορώ μόνο εγώ;

Μάτια κουρελόπανα
Το παρελθόν πιο πολύ απ’ το παρόν μου
Δεν μπορεί, θα συμφωνήσουν οι άνθρωποι
Κεραμίδι το κεραμίδι, σταγόνα τη σταγόνα –
ό,τι αντέχει στη φθορά είναι από σκέψη

~

Ήταν όλα εκεί:
τα ασημένια νομίσματα, το σπασμένο αγγείο,
ο νεκρός στο πιθάρι
τ’ αυτιά των ζωντανών όλα μπροστά
κι όλα στο πλάι

Και βλέπω το κυπαρίσσι να γέρνει ελαφρά στο σπίτι
παράθυρα κλειστά σαν πικραμένα χείλη
Βουνά της Θράκης ουλές, φλέβες κι αρθρώσεις στο δέρμα
Βρίσκει κανείς ακόμα στις πόλεις φαντάσματα ανύμφευτων γυναικών
καθώς σε τόση ματαιότητα

πεθαίνουμε για να ξεπληρώσουμε το χρέος της σκέψης


[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό bibliotheque]